- επίλυπος
- ἐπίλυπος, -ον (Α)1. μελαγχολικός2. αυτός που προκαλεί λύπη.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *-λυπος (< λύπη), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ά-λυπος, παυσί-λυπος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιλυπώ — ἐπιλυπῶ, έω (Α) [επίλυπος] 1. στενοχωρώ επί πλέον 2. παθ. ἐπιλυποῡμαι, έομαι λυπάμαι για κάτι … Dictionary of Greek
λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 … Dictionary of Greek